- συμφωνία
- -ας + ἡ N 1 0-0-0-5-1=6 Dn 3,5; DnTh 3,7.10.15bagpipe? (musical instrument) Dn 3,5; harmony 4 Mc 14,3Cf. BARRY 1904, 180-190; MOORE 1905, 166-175; SPICQ 1978a, 847-850; →TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συμφωνία — συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc/acc dual συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek
συμφωνία — η 1. σύμπτωση απόψεων και αντιλήψεων: Οιδιαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. – Σφράγισαν τη συμφωνία με μια θερμή χειραψία. 2. ομοιότητα ιδιοτήτων: Συμφωνία χαρακτήρων. 3. είδος μουσικής σύνθεσης: Η κρατική ορχήστρα θα εκτελέσει απόψε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνίᾳ — συμφωνίαι , συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαι — συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
συμφωνιῶν — συμφωνία concord fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)